Η ιστορία του κτηματία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ιστορία του κτηματία
Η Ντόριγκεν και ο Αυρήλιος σε μια εικονογράφηση του 1877
ΣυγγραφέαςΤζόφρι Σώσερ
ΓλώσσαΜέση αγγλική γλώσσα
Μορφήποίημα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ιστορία του κτηματία (αγγλικός τίτλος: The Franklin's Tale) είναι η δωδέκατη από τις ιστορίες που διηγούνται οι προσκυνητές στις Ιστορίες του Καντέρμπερι (1387-1400) του Τζέφρυ Τσώσερ. Εμφανίζεται μετά την Ιστορία του ακόλουθου του ιππότη και προηγείται της Ιστορίας του γιατρού. Η ιστορία επικεντρώνεται στο αφηγηματικό μοτίβο της «απερίσκεπτης υπόσχεσης». [1]

Στη μεσαιωνική Αγγλία, ένας κτηματίας ήταν ελεύθερος, μη δουλοπάροικος, αλλά δεν είχε ευγενή θέση και η στάση αυτού του προσκυνητή που διέκοψε την προηγούμενη ιστορία του νεαρού ακόλουθου συχνά θεωρείται ότι δείχνει την κατώτερη κοινωνική του θέση.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια παραθαλάσσια πόλη της Αρμορικής, η σημερινή Βρετάνη. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι, ο ιππότης Αρβεράγκους και η Ντόριγκεν, αποφασίζουν μια ισότιμη σχέση μέσα στον γάμο τους, αν και δημόσια η γυναίκα πρέπει να δείχνει υποταγμένη στον αγαπημένο της, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.[3]

Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Αρβεράγκους ταξιδεύει στην Αγγλία για να αναζητήσει δόξα, τιμή και φήμη. Η Ντόριγκεν βρίσκεται σε απόγνωση, της λείπει τρομερά ο σύζυγός της, κλαίει, νηστεύει και θρηνεί την απουσία του. Όταν πηγαίνει βόλτα στην ακτή, κοιτάζει τους μαύρους βράχους ανοιχτά της Βρετάνης και τρομοκρατείται από την ιδέα ότι το πλοίο του άνδρα της θα ναυαγήσει εκεί καθώς θα επιστρέφει. Οι φίλοι της αποφασίζουν να τη διασκεδάσουν και πηγαίνουν σε έναν κήπο, αλλά εκεί όλοι διασκεδάζουν, τραγουδούν και χορεύουν, εκτός από εκείνη.[4]

Σκόπελοι ανοιχτά της Βρετάνης

Κατά τη διάρκεια αυτής της γιορτής, ένας ιππότης ονόματι Αυρήλιος τη φλερτάρει παρά τη θέλησή της και της εξομολογείται ότι την αγαπά κρυφά από χρόνια. Βλέποντας τη στενοχώρια του και για να τον ξεφορτωθεί, του ορκίζεται με ανάλαφρη διάθεση ότι θα γίνει δική του, αν βρει τρόπο να εξαφανίσει τους μαύρους βράχους. Ο Αυρήλιος προσεύχεται στους θεούς να τον βοηθήσουν, αλλά μάταια. Στη συνέχεια βυθίζεται στη μελαγχολία και συνέρχεται μόνο όταν ο αδερφός του του προτείνει να απευθυνθεί σε έναν αποκρυφιστή που ζει στην Ορλεάνη.[5]

Ο αποκρυφιστής συμφωνεί να βοηθήσει τον Αυρήλιο με αντάλλαγμα χίλιες λίρες και εξαφανίζει τους βράχους δημιουργώντας ισχυρές παλίρροιες. Ο Αυρήλιος πηγαίνει αμέσως στη Ντόριγκεν και της ζητά να εκπληρώσει τον όρκο της και επομένως να απατήσει τον άντρα της. Στο μεταξύ ο σύζυγος έχει επιστρέψει ασφαλής. Πανικόβλητη, η Ντόριγκεν θρηνεί και απαριθμεί πολλά παραδείγματα θρυλικών γυναικών που προτίμησαν την αυτοκτονία από την ατίμωση. Τελικά, εξομολογείται τα πάντα στον άντρα της, ο οποίος αντιδρά με ψυχραιμία και της συνιστά να τιμήσει τον όρκο της, κρατώντας το θέμα μυστικό.

Η Ντόριγκεν πηγαίνει στον Αυρήλιο για να εκπληρώσει την υπόσχεσή της. Όμως ο νεαρός συγκινείται και καταλαβαίνει πόσο βαθιά είναι η αγάπη που ενώνει το ζευγάρι και, αποφασίζοντας να δείξει τόση ευγένεια όσο ο σύζυγος, την απελευθερώνει από τον όρκο της.

Ωστόσο, πρέπει να πληρώσει τις χίλιες λίρες που χρωστάει στον αποκρυφιστή, αλλά δεν έχει αυτό το ποσό. Όταν ο μάγος μαθαίνει τι έχει συμβεί, εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από τη στάση των δύο ανδρών που αποφασίζει να ξεχάσει το τεράστιο χρέος του Αυρήλιου. Η ιστορία τελειώνει με τον κτηματία να απευθύνεται στο κοινό του και να τους ρωτάει ποιος από τους πρωταγωνιστές συμπεριφέρθηκε με πιο ευγενικό και γενναιόδωρο τρόπο.[6]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κτηματίας, όπως παρουσιάζεται σε εικονογραφημένο χειρόγραφο των αρχών του 15ου αιώνα

Αν και ο κτηματίας ανακοινώνει στον πρόλογο της ιστορίας ότι η ιστορία του είναι ένα βρετονικό ποιητικό ρομάντζο, στην πραγματικότητα βασίζεται σε μια ιστορία που εμφανίζεται σε δύο έργα του Βοκάκιου, στο Filocolo και σε πιο σύντομη μορφή στην πέμπτη ιστορία της δέκατης ημέρας του Δεκαήμερου.[1]

Και στις δύο εκδοχές ένας νεαρός ιππότης είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα παντρεμένη και την πείθει να του υποσχεθεί ότι θα ικανοποιήσει την επιθυμία του αν καταφέρει να κάνει έναν κήπο να ανθίσει το χειμώνα. Ο ιππότης πετυχαίνει το αδύνατο με τη βοήθεια ενός μάγου, αλλά στη συνέχεια την απαλλάσσει από την απερίσκεπτη υπόσχεσή της όταν ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της έχει εγκρίνει ευγενικά την εκπλήρωση της υπόσχεσής της.

Στην αφήγηση του Τσώσερ, το σκηνικό και το ύφος αλλάζουν ριζικά. Η σχέση του ζεύγους διερύνεται, συνεχίζοντας το θέμα του γάμου που διατρέχει πολλές από τις ιστορίες των προσκυνητών. Αν και η ιστορία έχει βρετονικό σκηνικό, διαφέρει από τα παραδοσιακά βρετονικά ρομάντζα. Ενώ αυτά περιλάμβαναν υπερφυσικά στοιχεία και νεράιδες, εδώ η μαγεία παρουσιάζεται ως μια επιστημονική εργασία που εκτελείται από επαγγελματίες με πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτό ταιριάζει σε έναν συγγραφέα όπως ο Τσώσερ που έγραψε ένα βιβλίο (για τον γιο του) σχετικά με τη χρήση του αστρολάβου και θεωρούνταν ένας από τους «μυστικούς δασκάλους» της αλχημείας.[7]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ, μτφ: Δημοσθένης Κορδοπάτης, εκδ. Μελάνι, 2014[8]
  • Οι ιστορίες του Καντέρμπερυ, μτφ: Γιώργος Χαλβατζόγλου, εκδ. Νησίδες, 2018

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]